- Bluearena - https://bluearena.gr -

Οι ξεχωριστές ιστορίες του σπουδαίου Κώστα Αϊδινίου

Το Ποδοσφαιρικό Μουσείο Ηρακλή Θεσσαλονίκης μας “υπενθύμισε” πρόσφατο αφιέρωμα του Αθηναϊκού – Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων στον Κώστα Αϊδινίου, το οποίο αναφέρει:

 

Είναι μεταξύ των 50 πιο επιδραστικών ποδοσφαιριστών που άφησαν το στίγμα τους στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Συνδύασέ το όνομα του με ένα αστείρευτο ταλέντο και το πέρασμα του σε μία εποχή που ο ποδοσφαιρικός Ηρακλής προσπαθούσε να διευρύνει την εμβέλεια και το κύρος  του, πριν ακόμα φτάσει στην πατρίδα μας και την “κυανόλευκη” ομάδα ο Βασίλης Χατζηπαναγής. 

Νέος ακόμα, στα 20 του χρόνια αγωνίστηκε στην Εθνική ομάδα, τότε που για να κληθεί κάποιος και να  φορέσει την “γαλανόλευκη”  φανέλα έπρεπε να είναι πολύ σημαντικός ποδοσφαιριστής. Μετά από μία δεκαετία στον Ηρακλή μετακινήθηκε στον Ολυμπιακό, όπου θεωρεί πως ήταν η ατυχής συγκυρία της  καριέρας του, καθώς αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων, μολονότι υγιής, να μείνει ένα χρόνο μακριά από τα γήπεδα και τους επίσημους αγώνες, σε ποδοσφαιρική απραξία, λόγω της κακής διαχείρισης της μεταγραφής του από τον Ηρακλή στον Ολυμπιακό που έγινε εκπρόθεσμα.

Ο λόγος για τον Κώστα Αϊδινίου, τον λιπόσαρκο μεσοεπιθετικό με καταγωγή από τους Ψαράδες Φλώρινας που έβαλε όχι απλά μία “πινελιά” αλλά “ζωγράφισε ολόκληρο πίνακα” στην ιστορία των “κυανόλευκων” της Θεσσαλονίκης και του ελληνικού ποδοσφαίρου. Τον Beatle των “κυανολεύκων”, που την Κυριακή 21 Φεβρουαρίου κλείνει τα 73 του χρόνια και λόγω εμφάνισης, στην δεκαετία του 60 ήταν το “σκαθάρι”  στο ρόστερ του Ηρακλή. Από τότε ακόμα και ως τώρα, παραμένει ένα ατίθασο πνεύμα,  μια  ανεξάρτητη ποδοσφαιρική προσωπικότητα που  από τα μαθητικά του χρόνια είχε τη δική του αυτόνομη παρουσία, ξεχωριστή άποψη και αντίληψη, αρνούμενος να μπει σε “καλούπια” και καθιερωμένες λογικές.
 
 Αν και ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο στα μαθητικά του χρόνια στην Φλώρινα ποτέ δεν φόρεσε τη φανέλα της τοπικής ομάδας και αντίθετα η πρώτη του ομάδα ήταν ο Ηρακλής. Εχοντας μετακομίσει οικογενειακώς από την ακριτική πόλη στη Θεσσαλονίκη και παίζοντας ποδόσφαιρο χωρίς να περάσει από κάποια ομάδα, εκεί στον αυλόγυρο του 3ου Γυμνασίου στην Ευαγγελίστρια, κοντά στο Τουρκικό προξενείο, δύο καθηγητές του, ο μαθηματικός Νίκος Δούκας και ο γυμναστής Ηρακλής Κυριακόπουλος,  τον πρόσεξαν και προέτρεψαν να πάει να γραφτεί στον Ηρακλή. Ο ίδιος δεν το θεώρησε αναγκαίο και συνέχισε να παίζει ποδόσφαιρο μόνο στην αυλή του σχολείου του, οπότε κάποια στιγμή ενημερωμένος γι αυτόν, ήρθε για να τον παρακολουθήσει ο Θωμάς Ζαχαριάδης, μεγάλη μορφή του ποδοσφαίρου και του αθλητισμού του Ηρακλή και σπουδαίος κυνηγός ταλέντων. Τον είδε στον αυλόγυρο του σχολείου και του ζήτησε να ρθει να τον γράψει στον Ηρακλή. Κάτι που έγινε τελικά, όταν ο νεαρός Κώστας στα 15 του χρόνια πέρασε το κατώφλι στους Χορτατζήδες υπέγραψε το δελτίο του στον Ηρακλή και στα δεκαέξι του το 1964 έκανε την πρώτη του παρουσία στην βασική ενδεκάδα των “κυανολεύκων”.

Δεν είναι γνωστή αλλά ενδεικτική μία ιστορία της συνεργασίας του με τον τότε προπονητή του Ηρακλή, Κώστα Καραπατή, όταν στο ξεκίνημα της σεζόν 1967-68 ο γηραιός (92χρονος) σήμερα,   τεχνικός του Ηρακλή, στην πρώτη συγκέντρωση των ποδοσφαιριστών στο ξεκίνημα της σεζόν,  αντοικρίζοντας τον Κώστα Αϊδινίου, στα 19 του  χρόνια,  του υπέδειξε την επόμενη μέρα να εμφανιστεί στην προπόνηση κουρεμένος.

Ο Αϊδινίου  παρουσιάστηκε την επόμενη μέρα  πάλι ακούρευτος, αρνούμενος να υπακούσει στην αξίωση του προπονητή του, και να αφαιρέσει την πλούσια αλλά beatle κόμη του, εκτιμώντας πως η υπόδειξη και εντολή αυτή δεν είχε να κάνει σε τίποτα με το ποδόσφαιρο και την ομάδα και ήταν θέμα προσωπικής επιλογής και εμφάνισης.  Το ίδιο έγινε και την επόμενη και τη μεθεπόμενη μέρα, όπου ο Καραπατής επιμένοντας δεν τον δέχονταν στην προπόνηση με μακριά μαλλιά. Ο ποδοσφαιριστής βλέποντας αυτή την κατάσταση και αρνούμενος να συμμορφωθεί στην απαίτηση του προπονητή του, πήγε στον τότε πρόεδρο της ομάδας τον Ντίνο Κοσμόπουλο στον οποίο είπε το πρόβλημά και ο τελευταίος υποσχέθηκε …ότι θα το τακτοποιήσει. Προπονητής και παράγοντας συζήτησαν για το θέμα κι ο Αϊδινιού εμφανίστηκε στη συνέχεια πάλι  ακούρευτος. Ο Καραπατής τον δέχτηκε στην προπόνηση εμφανώς απρόθυμα, αλλά δεν τον χρησιμοποιούσε στα φιλικά παιχνίδια της προετοιμασίας που γίνονταν και με προφανή προδιάθεση να συνεχίζει να τον αφήνει εκτός ομάδας.

Τις ημέρες εκείνες  σε ένα φιλικό παιχνίδι αυτής της σειράς, στο ξηρό γήπεδο των Χορτατζήδων ο  Ηρακλής αντιμετώπιζε μία μικρή ερασιτεχνική ομάδα της Θεσσαλονίκης, από την οποία έχανε στο ημίχρονο 2-0 και με τον ίδιο να κάθεται στον πάγκο κοντά στον προπονητή του Κώστα Καραπατή, ο οποίος αποδοκιμάζονταν από την μερίδα οπαδών του Ηρακλή, ακριβώς για το λόγο ότι δεν χρησιμοποιούσε τον 19χρονο άσο. Ο Φλωρινιώτης ποδοσφαιριστής ενθαρρυμένος πιθανώς από την στάση των οπαδών  της ομάδας του, απευθύνθηκε στον προπονητή  του και είπε: “δάσκαλε βάλε με στο παιχνίδι να βάλω τρία γκολ να το πάρουμε το ματς κι ύστερα ξανά βγάλε με”.

Πράγματι στο δεύτερο ημίχρονο ο Κώστας Καραπατής σήκωσε από τον πάγκο για να περάσει στο παιχνίδι τον Κώστα Αϊδινίου, ο οποίος όπως το είχε “υποσχεθεί” αλλά και από συγκυρία της τύχης φυσικά,  σε 15 λεπτά πέτυχε τρία διαδοχικά γκολ και μόλις συνέβη αυτό έφυγε από το γήπεδο, σχεδόν τρέχοντας και χωρίς καν την άδεια του προπονητή του πριν τελειώσει το παιχνίδι. Ηταν φιλικό άλλωστε το ματς και  έχοντας πετύχει τον αντικειμενικό του σκοπό και επιδεικνύοντας μία ασύμμετρη νεανική αντίδραση, έφυγε από το παιχνίδι κι όχι μόνο αυτό, αλλά την επόμενη μέρα κιόλας έφυγε από την Θεσσαλονίκη εγκαταλείποντας  τις προπονήσεις, και πηγαίνοντας στο πατρικό του σπίτι στη Φλώρινα. Ο Καραπατής βρέθηκε προ ενός μεγάλου διλήμματος τότε, αν θα έπρεπε να υποκύψει στα “καπρίτσια” του νεαρού ποδοσφαιριστή,  ή αν θα επέμενε  στην σκληρή και άτεγκτη απόφαση  του, που μέσα στη διάρκεια της χούντας είχε διαμορφωθεί ανάλογα και αρνητικά για τον  μακρυμάλλη ποδοσφαιριστή και την εμφάνιση του. Προφανώς για λόγους τάξης, πειθαρχίας ίσως και ομοιομορφίας. Τελικά συμβιβάστηκε κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία,  δέχθηκε τον Αϊδινίου ο οποίος  περιόρισε λίγο  το μήκος των μαλλιών του και επήλθε moratorium. O ποδοσφαιριστής για ακόμα επτά χρόνια συνέχισε προσφέροντας στον Ηρακλή κι ο οποίος με την σειρά του δεχόταν δελεαστικές προτάσεις από αθηναϊκές ομάδες για την μετακίνηση του. Πράγματι το 1974 μετακινήθηκε στον Ολυμπιακό επί προεδρίας Νίκου Γουλανδρή, αλλά η μεταγραφή έγινε  καθυστερημένα, μετά το κλείσιμο της προθεσμίας και πλέον δεν μπορούσε, ούτε να επιστρέψει  στον Ηρακλή ούτε να αγωνιστεί για μια ολόκληρη σεζόν στον Ολυμπιακό, στον οποίο προπονούνταν, αγωνίζονταν μόνο  στα φιλικά και παρακολουθούσε από την κερκίδα για ένα χρόνο τα επίσημα παιχνίδια, όντας υγιής και ικανός για να αγωνιστεί στην ερυθρόλευκη ομάδα, χωρίς όμως να μπορεί να απλώσει το αστείρευτο ταλέντο του στους αγωνιστικούς χώρους.

Ο ένας χρόνος που έμεινε ο  διεθνής ποδοσφαιριστής στην κερκίδα, προπονούμενος μόνο, ήταν καταστροφικός για τον ίδιο και όπως ομολογεί χρόνια μετά, ήταν αυτή η χρονιά που του αποστέρησε τη δυνατότητα διάκρισης, την όρεξη για  προκλήσεις και φυσικά την μεγάλη εκτόξευση του ταλέντου του. Συνέπεια αυτού ήταν να παίξει για λίγα χρόνια στον Ολυμπιακό και να επιστρέψει και πάλι στον Ηρακλή το 1978 στον οποίο όμως στα 30 του χρόνια πλέον δεν έδεσε με τον τρόπο που ο ίδιος ήθελε και περίμενε.

Έτσι ολοκλήρωσε την ποδοσφαιρική του καριέρα το 1979 σε ηλικία 31 ετών σε μία εποχή που θα μπορούσε να ξεκινήσει όχι μόνο μία δεύτερη αλλά και να συνεχίσει την σημαντική ποδοσφαιρική του καριέρα, αρνούμενος παράλληλα να συνεχίσει σε οποιαδήποτε άλλη ομάδα, παίζοντας ποδόσφαιρο αφού γι αυτόν δεν ήταν μέσο βιοπορισμού.

Ο 73χρονος σήμερα Αϊδινίου μετά την ποδοσφαιρική του καριέρα ακολούθησε και προπονητική ξεκινώντας από την Καστοριά στην Β’ εθνική, με την οποία όμως έκανε ένα συμβόλαιο με μία ιδιαίτερα ξεχωριστή ρήτρα. Απαίτησε σε όλα τα μακρινά ταξίδια της ομάδας που γίνονταν με αεροπορική σύνδεση να πηγαίνει ο ίδιος με τρένο ή αυτοκίνητο ξεχωριστά, φεύγοντας μία μέρα νωρίτερα και να υποδέχεται την ομάδα στον τόπο της αγωνιστικής της υποχρέωσης, καθώς ο φόβος του για τις αεροπορικές πτήσεις ήταν παροιμιώδης.

Ο φόβος αυτός και η απέχθεια του για τις αεροπορικές πτήσεις ήταν ένας λόγος που συντόμευσε και την ποδοσφαιρική του καριέρα καθώς δεν ήθελε να μετακινείται με το συγκεκριμένο μέσο. Δυο -τρία  άσχημα ταξίδια με τον Ηρακλή εκείνης της εποχής αλλά και με τον Ολυμπιακό ήταν αρκετά για να τον κάνουν να σκέφτεται από την …Δευτέρα το κάθε επόμενο ταξίδι που επρόκειτο να γίνει για την κάθε επόμενη αγωνιστική αν υπήρχε αεροπορική μετακίνηση. Ενα μάλιστα ταξίδι με την αποστολή του Ολυμπιακού στα Γιάννενα, τον οδήγησε στο να πάρει την μεγάλη απόφαση ότι θα σταματήσει το ποδόσφαιρο. Η ομάδα πήγαινε  σε μία πολύ δύσκολη από άποψη συνθηκών πτήση στην Ηπειρωτική πρωτεύουσα και ο ίδιος μαζί με τον αείμνηστο Κώστα Δαβουρλή στο διπλανό κάθισμα, ήταν έτοιμοι να αρχίσουν να ….σταυροκοπιούνται όταν έβλεπαν τις ράχες των βουνών της Πίνδου, πολύ κοντά στα φτερά του αεροσκάφους,   και το μικρό αεροπλάνο να στροβιλίζεται από τους δυνατούς ανέμους και την καταιγίδα που συχνά κυριαρχεί στην περιοχή αυτή. Ο πιλότος από μικροφώνου καθησύχασε τους επιβάτες- ποδοσφαιριστές ότι θα φτάσουν εκ του ασφαλούς, το αεροπλάνο όμως συνέχισε να ταρακουνιέται και τότε ήταν που ο Αϊδινίου έδωσε κρυφά υπόσχεση στον εαυτό του να ξεμπερδέψει με το ποδόσφαιρο ή να μην ξανά ταξιδέψει με τέτοιες συνθήκες. Αρκετά χρόνια αργότερα και όταν τελείωσε από την ποδοσφαιρική και προπονητική του καριέρα πέρασε τον ελεύθερο χρόνο του με ταξίδια αλλά  οδικές κυρίως  εκδρομές σε κοντινές αποστάσεις, αρνούμενος να μπει σε αεροπλάνο κάτι που το έκανε ελάχιστες φορές,  με πολυήμερη προετοιμασία και για λόγους ξεχωριστούς, όπως μία από αυτές, για να επισκεφθεί το κέντρο της Ρεάλ Μαδρίτης και να συναντήσει τον μεγάλο Αλφρέντο ντι Στέφανο  που τον θαύμαζε και τον είχε σαν είδωλο, στο γραφείο του, εκεί στην έδρα της ισπανικής ομάδας 

Γόνος μιας εύπορης οικογένειας από την Φλώρινα είχε την άνεση να μην  ζει από το ποδόσφαιρο, πράγμα σπάνιο για την εποχή εκείνη, όπου το άθλημα αυτό έδινε μια εξαιρετική ευκαιρία ανάδειξης και οικονομικής ανεξαρτητοποίησης. Αυτό ίσως ήταν κι ένας βασικός λόγος που δεν έκανε ακόμα σημαντικότερη καριέρα στα γήπεδα. Μέλος μιας πολύτεκνης οικογένειας με άλλα τέσσερα αδέλφια δέχτηκε ένα τεράστιο πλήγμα με τον πρόωρο θάνατο του μικρότερου αδελφού του, Αντώνη που σε ηλικία 19 ετών έφυγε από την ζωή από νεφρική ανεπάρκεια. Ηταν το μεγάλο χτύπημα για όλη την οικογένεια Αϊδινίου  που σημάδεψε και τον ίδιο σε όλη του την υπόλοιπη ζωή και ακόμα εξακολουθεί να είναι μία κηλίδα διαχρονικής  θλίψης για τον ίδιο..Πριν από τέσσερα χρόνια έφυγε από τη ζωή και η μητέρα του Μαρία σε ηλικία 98 ετών. 

Η διεθνής παρουσία του

Την πρεμιέρα στην εθνική ομάδα την έκανε σε ηλικία 20 ετών, μια Πέμπτη στις 21 Νοεμβρίου 1968 στο γήπεδο Νέας Φιλαδέλφειας, σε ένα φιλικό παιχνίδι εναντίον της Αιγύπτου, όπου η ελληνική Εθνική νίκησε με 4-1.

Σ’ αυτό το παιχνίδι ο Αϊδινίου και στην πρώτη του εμφάνιση από τις 7 που έκανε συνολικά, πέτυχε να σκοράρει στο 32ο λεπτό, σημειώνοντας το δεύτερο γκολ της Εθνικής με κεφαλιά,  έχοντας προπονητή και εκλέκτορα τον Νταν Γεωργιάδη στην δική του επίσης πρεμιέρα στην Εθνική ομάδα και έχοντας δίπλα του  συμπαίκτες  τον Γιώργο Σιδέρη, το Μίμη Παπαϊωάννου, του Βασίλη Μποτίνο, τον Γιώργο Κούδα κι άλλους που αγωνίστηκαν στο συγκεκριμένο παιχνίδι. Τελευταίο παιχνίδι του Αϊδινίου  με την εθνική ομάδα έγινε την Τετάρτη 15 Μαΐου 1974 στη Βαρσοβία  όπου η Ελληνική ομάδα σε φιλικό παιχνίδι έχασε με 2-0 από την αντίστοιχη της Πολωνίας. Με ομοσπονδιακό προπονητή τον Αλκέτα Παναγούλια στο τέταρτο παιχνίδι του στον πάγκο της εθνικής ομάδας, ο  μεγάλος άσος ολοκλήρωνε την λιτή παρουσία του στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα σε ηλικία 26 ετών μόλις.  Στο αποχαιρετιστήριο εκείνο παιχνίδι είχε συμπαίκτες του, τότε τους Οικονομόπουλο, Πάλλα, Ιωσηφίδη, Σιώκο, Συνετόπουλο, Σαράφη, Ιντζόγλου, Στραβοπόδη, Τερζανίδη και Ασλανίδη.

Με τον Ηρακλή ο Αϊδινίου έκανε στην πρώτη δεκαετή παρουσία του, 219 συμμετοχές με 57 γκολ και στη δεύτερη και τελευταία στη σεζόν 78- 79 άλλες 13 συμμετοχές ενώ αγωνίστηκε και με τον Χατζηπαναγή συμπαίκτη σε ένα βραχύβιο χρονικό διάστημα, ενώ ενδιάμεσα στην τετραετία 74-78 που ανήκε στον Ολυμπιακό εξαιρουμένης της “νεκρής”  πρώτης σεζόν αγωνίστηκε σε 40 επίσημα παιχνίδια πετυχαίνοντας 7 γκολ. 

Με την επιστροφή του στον Ηρακλή είχε την ικανοποίηση, σε αυτόν τον ένα χρόνο της παραμονής του στους κυανόλευκους, να συναντήσει τον πολωνό προπονητή Αντονι Μπρτσέτσαντσικ  τον οποίον θεωρεί σήμερα μακράν τον καλύτερο προπονητή που είχε στην καριέρα του, χαρακτηρίζοντας τον αείμνηστο πολωνό (+ 1987) και  καταπληκτικό άνθρωπο. “Εμαθα πολλά από αυτόν και ήταν αδικημένος εδω στην Ελλάδα, γιατί δεν εργάστηκε σε μια καλή εποχή στην χώρα μας και δεν είχε την αναγνώριση που είχε στην Ευρώπη και την πατρίδα του, αφού ήταν και καθηγητής προπονητών στην Κεντρική Ευρώπη με έδρα την Αυστρία” θα μας πει ο Κώστας Αϊδινίου. 

Ακολούθησε προπονητική καριέρα όπου ανέλαβε ομάδες σαν τον Πιερικό, την Καστοριά, τον Κολινδρό για τρία χρόνια, την Φλώρινα και για ένα βραχύβιο χρονικό διάστημα τον  αγαπημένο του Ηρακλή, το μόνο διάστημα σε πάγκους Α΄εθνικής κατηγορίας, σε συνεργασία με τον Γιώργο Κούδα τον αγαπημένο του φίλο και συμπαίκτη του στην εθνική ομάδα.

Αν κάποιος ακόμα και σήμερα τον ρωτήσει για εκείνο το χρονικό διάστημα του 1987 όπου για μερικούς μήνες συνυπήρξαν με τον Κούδα  “δίδυμο” προπονητών στον Ηρακλή, αποφεύγει να κάνει οποιαδήποτε αναφορά θέλοντας να λησμονήσει  την συγκυρία και τα γεγονότα της περιόδου εκείνης, όπου η πίκρα του δεν ξεπεράστηκε  από τότε και για χρόνια μετά. Πίκρα προφανώς προερχόμενη από συμπεριφορές ανθρώπων και συμπαικτών του,  τους οποίους ο ίδιος είχε στηρίξει και που οι ίδιοι τον πλήγωσαν.  Κάποια εποχή αρκετά αργότερα, το 1989  ανέλαβε και το ρόλο του Αθλητικού Διευθυντή στην Ξάνθη με πολύ καλή συνεργασία και αποτελέσματα της δουλειάς του, αλλά η συνεργασία αυτή τελείωσε στο τέλος της σεζόν καθώς ανταποκρίθηκε στην πρόταση και για τρία χρόνια ανάληψη καθηκόντων Υπεύθυνου τεχνικού εθνικών ομάδων Ελπίδων και Νέων στη Βόρεια Ελλάδα στις αρχές του 90 και ως το 93. 

Ο γυμνασιάρχης και η εθνική

Η ποδοσφαιρική του πορεία και η καριέρα του είναι διανθισμένη με πολλές ιστορίες, άγνωστες ή πρωτόγνωρες, που φανερώνουν το κλίμα μιας εποχής πολύ διαφορετικής από τη σημερινή.

Θυμάται το 1967 όταν είχε κληθεί στην Εθνική ομάδα Ελπίδων για ένα παιχνίδι εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης στη Μόσχα, μέσα στην βαθιά δικτατορία,  ήρθε ένα ενημερωτικό σημείωμα στο Γυμνάσιο της Θεσσαλονίκης όπου ήταν μαθητής, για να του χορηγηθεί άδεια να ταξιδέψει με την εθνική ομάδα στη  Σοβιετική Ένωση. Τον κάλεσε λοιπόν ο γυμνασιάρχης στο γραφείο και με …συνωμοτικό ύφος τον ρώτησε: “τι πάει να πει η Εθνική Ελλάδος να πάει στην Σοβιετική Ένωση για να παίξει ποδόσφαιρο;”. Προφανώς μη μπορώντας να κατανοήσει ο εκπαιδευτικός την ποδοσφαιρική διαδικασία και την διεξαγωγή ποδοσφαιρικών αναμετρήσεων  μεταξύ χωρών με βάση ένα πρόγραμμα,  του εξήγησε ο 19χρονος ποδοσφαιριστής  τι ακριβώς συμβαίνει   και πως ήταν τιμή για τον ίδιο σε αυτή την ηλικία και για το Γυμνάσιο, να ταξιδέψει με την εθνική ομάδα στη Μόσχα εκπροσωπώντας το ελληνικό ποδόσφαιρο. Τότε  ο γυμνασιάρχης απάντησε με μια μνημειώδη απορία: “Είναι ανάγκη να πάει  στη Μόσχα η εθνική ομάδα, χάθηκαν τόσες άλλες πολιτισμένες  χώρες;”  Το θυμάται ο ίδιος με μια διαχρονική νοσταλγία. 

Το παιχνίδι που θυμάται ο ίδιος σαν έναν από τους σταθμούς της καριέρας του έγινε το 1971 με τον Ηρακλή εναντίον του Παναθηναϊκού στο Καυτανζόγλειο. Εχοντας υποστεί τις προηγούμενες μέρες μία λοίμωξη και καθώς ήταν ο ίδιος σαν “φτερό στον άνεμο” ήταν λογικά αδύνατο σχεδόν, να αγωνιστεί στο μεγάλο αυτό ντέρμπι. Ο Σέρβος προπονητής του στον Ηρακλή, Λιούμπιτσα Σπάίτς,  του ζήτησα να περάσει από το ξενοδοχείο για να συμπαρασταθεί με την παρουσία του στους συμπαίκτες του, αυτός πήγε και την ημέρα του παιχνιδιού ο Σέρβος τεχνικός τον πήρε μία βόλτα με το αυτοκίνητό του και αντί για το γήπεδο τον πέρασε από την παραλία της Θεσσαλονίκης λέγοντάς του διάφορες φιλοσοφημένες αντιλήψεις για το ποδόσφαιρο, με προφανή στόχο να τον τονώσει και ενδεχομένως  να τον χρησιμοποιήσει στο παιχνίδι αν αισθάνονταν έστω και για λίγο ικανός. Μετά πήγαν στα αποδυτήρια,  όπου  οι συμπαίκτες του τον παρακινούσαν να πάρει μέρος στο παιχνίδι  κάτι το οποίο τελικά έγινε με την δική του θέληση.

Το γήπεδο ήταν γεμάτο με  45.000 κόσμο ο Αϊδινίου  πήρε το ρίσκο να αγωνιστεί στο παιχνίδι όπου ήταν κατά ομολογία  καταπληκτικός. Ο Ηρακλής κέρδισε τον Παναθηναϊκό με δικό του γκολ, αλλά μετά το τέλος της αναμέτρησης έπεσε στον αγωνιστικό χώρο εξαντλημένος ανεπανόρθωτα, τον πήγαν στο νοσοκομείο όπου έμεινε μία εβδομάδα με ορούς και ιατρική φροντίδα για να συνέλθει. Ηταν όμως όπως λέει ο ίδιος, πανευτυχής κι αυτή την αίσθηση του την έδωσε πολλές φορές απλόχερα το ποδόσφαιρο.

Το παιχνίδι αυτό αλλά και μερικά ακόμα άνοιξαν τη διάθεση του Νίκου Γουλανδρή να τον πάρει στον Ολυμπιακό, που με ένα εξαιρετικά υψηλό ποσό εκείνη την εποχή το πέτυχε. Όταν ήρθε η πρόταση από τον Ολυμπιακό με το αστρονομικό για την εποχή ποσό των 17 εκατομμυρίων δρχ.  οι άνθρωποι του Ηρακλή φοβούμενοι την οργή του κόσμου αργοπορούσαν στην συγκατάθεση τους. Τελικά την  αποδέχτηκαν, όμως άργησαν τόσο στην συναίνεση τους, κρυπτόμενοι από τον κόσμο της ομάδας, ώστε ο Γουλανδρής αγανακτισμένος από την  στάση αυτή του Ηρακλή, έφυγε με το κότερο του κρουαζιέρα στα νησιά και δεν τον έβρισκαν με συνέπεια να  μην εγκριθεί η μεταγραφή λόγω εκπρόθεσμης κατάθεσης δελτίων και ο ίδιος να στερηθεί επί ένα  έτος  την συμμετοχή του σε επίσημα παιχνίδια  μέχρι που να πάρει το “βάπτισμα” την επόμενη χρονιά. Την ποδοσφαιρική του καριέρα την έκλεισε πάλι στον Ηρακλή όπου επέστρεψε το καλοκαίρι του 78 και για ένα χρόνο ως το καλοκαίρι του 1979  όπου κρέμασε οριστικά τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια χωρίς να κερδίσει ούτε ένα τίτλο, είτε με τον Ολυμπιακό είτε με τον Ηρακλή.
  
Ο σούπερ αθλητής

Ο Κώστας Αϊδινίου θήτευσε με μεγάλη επιτυχία και στους  στίβοuς του κλασικού αθλητισμού αφού ήταν ένας ιδιαίτερα ταλαντούχος δρομέας και άλτης.

Το ταλέντο του αυτό το διέγνωσαν έγκαιρα τόσο ο Νίκος όσο και ο Θωμάς Ζαχαριάδης. Ο Θωμάς τον πήγε στο ποδόσφαιρο όπου διέπρεψε και όταν είχε το περιθώριο τον “έκλεβε” ο  Νίκος Ζαχαριάδης που τον αξιοποιούσε στον στίβο.

Υπάρχει μία ιστορία άγνωστη στο ευρύτερο κοινό, την οποία ελάχιστοι θυμούνται σήμερα. Οταν ο Κώστας ήταν ήδη φτασμένος ποδοσφαιριστής με την φανέλα των “κυανόλευκων” δρέποντας δάφνες στα ελληνικά γήπεδα και ηγούμενος του Ηρακλή της δεκαετίας του 70, συνέπεσε την ίδια μέρα ένα απόγευμα Σαββάτου, να αγωνίζεται η ομάδα του εναντίον της Νίκης Βόλου στο ουδέτερο της Τούμπας και η αντίστοιχη ομάδα στίβου των “κυανόλευκων” να δίνει αγώνες στο εθνικό Καυτανζόγλειο στάδιο για κάποιους πανελλήνιους μαθητικούς αγώνες της σεζόν. Τον χρειάζονταν και  τα δύο τμήματα, αρχικά  το ποδοσφαιρικό και αν υπήρχε χρόνος το αντίστοιχο τμήμα στίβου.

Ο ίδιος δεν είχε αντίρρηση ή αντιρρήσεις για λόγους κόπωσης ή προετοιμασίας. Αρκεί να προλάβαινε αφού όλα ήταν προγραμματισμένα για το ίδιο απόγευμα.  Ετσι αρχικά ακολούθησε τη βασική του υποχρέωση στο ποδοσφαιρικό τμήμα όπου αγωνίστηκε με την ομάδα στην Τούμπα, η οποία νίκησε για το πρωτάθλημα  τη Νίκη Βόλου με 4-1, με τον ίδιο να πετυχαίνει δύο από αυτά τα τέσσερα γκολ και με τη λήξη του παιχνιδιού, να μετακινείται  επειγόντως με ένα αυτοκίνητο στο γειτονικό Καυτανζόγλου όπουσχεδόν άμεσα θα ξεκινούσε  ο δρόμος των 100 μέτρων. Μόλις που πρόλαβε άλλαξε φορεσιά, φορώντας την κλασική φανέλα των αθλητών του στίβου, πήρε μέρος στον αγώνα και κέρδισε την πρώτη νίκη με χρόνο 10,9 αφήνοντας πίσω του, αθλητές με ιδανική προετοιμασία, ξεκούραστους και ταλαντούχους. Ηταν η εποχή που ο φημισμένος ποδοσφαιριστής, συναγωνίζονταν και μερικές φορές τον κέρδιζε, τον Βασίλη Παπαγεωργόπουλο, πρωταθλητή των 100 μ. Φυσικά δεν μπορούσε να συνδυάσει δυο τόσο αντίθετες αθλητικές καριέρες και παρέμεινε στο ποδόσφαιρο που ήταν η καθημερινή λατρεία του. 

Ο Αϊδινίου αναπολεί εκείνα τα χρόνια σήμερα, αλλά ακόμα σε αυτή την ηλικία νιώθει διψασμένος να κλωτσήσει λίγο την μπάλα, αυτήν που μέσα από το ποδόσφαιρο τον έκανε ξεχωριστό και ιδιαίτερα αγαπητό στην ελληνική φίλαθλη κοινωνία. Το ποδόσφαιρο που τον κέρδισε και από την ιατρική, στην οποία έδωσε εξετάσεις μόνο για τους τύπους και μάλλον για να ικανοποιήσει τον πατέρα του Γιάννη, που μεγαλέμπορος την εποχή εκείνη  είχε φροντίσει να εξασφαλίσει την άνετη διαβίωση των παιδιών του. Ίσως -όπως λένε κάποιοι- αυτή η οικονομική άνεση η ευμάρεια, να ήταν η αιτία που ο ίδιος “φρέναρε” την περαιτέρω ποδοσφαιρική καριέρα  αφού ο ίδιος ασυναίσθητα περιόρισε την διεκδίκηση υψηλότερων στόχων και ποδοσφαιρικών διακρίσεων σε μερικές περιπτώσεις ακόμα και για να μην υποστεί στερήσεις κοινωνικών απολαύσεων, όπως αναγνωρίζει τώρα. Γιατί ταλέντο σαν τον ίδιο, δεν σταματά από την εθνική στα 26 του χρόνια ούτε και το ποδόσφαιρο στα 31 του.