Γιάννης Τσουμής: “Ο Ηρακλής είναι η ζωή μου”

Ο εμβληματικός αρχηγός του “κυανόλευκου” μπάσκετ σε μία αποκαλυπτική συνέντευξη για το χθες και το σήμερα.

Ηρακλής, Μπάσκετ

Ενδιαφέρουσα συνέντευξη του Γιάννη Τσουμή στην ιστοσελίδα basketplus.gr:

 

Έζησε το μπάσκετ μίας άλλης εποχής και πέρασε 15 χρόνια της αθλητικής του καριέρας σε ένα σύλλογο, γράφοντας τη δική του ιστορία ως ο πρώτος στον πίνακα των σκόρερς του Ηρακλή.

 

 

Ο Γιάννης Τσουμής ξετυλίγει στο Basketplus.gr το «κουβάρι» των αναμνήσεων του, μας μεταφέρει στις δεκαετίες ’70 και ’80, αναφέρεται στον αγαπημένο του Ηρακλή και φτάνουμε μαζί του στο σήμερα… στην ΕΚΑΣΘ και στον Γιάννη Αντετοκούνμπο.

Αγωνιζόταν ως γκαρντ ενώ έκανε τα πρώτα του βήματα στον Ηρακλή (από το 1974 μέχρι το 1989). Στη συνέχεια, πέρασε τρεις χρονιές στον Π.Α.Ο Διοικητηρίου, μία στον Αετό και δύο χρόνια έμεινε στο Πανόραμα.

Από το πως ξεκίνησε και πότε πέτυχε τον πρώτο του πόντο, τα ξύλα από νεκρόκασες που είναι φτιαγμένα τα ταμπλό, το χαμένο Κύπελλο με την ΑΕΚ, τον Γκάλη και την Εθνική του 1975…μας τα αφηγείται όλα.

«Ο Ηρακλής είναι η ζωή μου. Γεννήθηκα στα 100 μέτρα από τους Χορτατζήδες, εκεί είναι το πατρικό μου, κοντά στο Κατσάνειο, το πρώτο μπασκετικό γήπεδο του Ηρακλή. Εκεί που είναι το οικόπεδο του Ηρακλή, έγινε στη συνέχεια το γήπεδο ποδοσφαίρου με πολύ ψηλό χαλικάκι και τα χώματα τότε τα είχαν μεταφέρει στην περιοχή του Κατσάνειου. Τότε οι ομάδες προπονούνταν στο γήπεδο της ΧΑΝΘ.

Μια ομάδα παιδιών από τις 40 εκκλησιές, για να μην πηγαίνουν μέχρι κάτω,  αποφάσισε να κάνει μια ομάδα μπάσκετ και την ονόμασε Όλυμπο 40 Εκκλησιών. Για να μην τρέχουν λοιπόν στη ΧΑΝΘ, πήραν την άδεια, καθάρισαν τα χώματα στο Κατσάνειο, , κάποιος πατέρας έκανε τις βάσεις από μπετόν για τις μπασκέτες και εκεί στήθηκαν τα δύο ταμπλό. Πήραν ξύλα από νεκρόκασες παρατημένες και έστησαν τα δύο ταμπλό. Εκεί λοιπόν είχα την πρώτη επαφή με το άθλημα και με γοήτευσε για πολλούς λογούς.

Με τράβηξε η αισθητική και επίσης έπαιξε ρόλο ότι μία θεία μου, ήξερε ότι είμαι αθλητικός τύπος, μου έστειλε μία μπάλα από την Αμερική. Ήταν γραμματέας στο North Carolina. Με εκείνη τη  μπάλα λοιπόν ξεκίνησα, με είδαν τα παιδιά, σιγά σιγά μπολιάστηκα στο τμήμα μπάσκετ του Ηρακλή. Παίζαμε στο Παλέ για ένα διάστημα. Μετά δοκιμάσαμε το κλειστό της Σταυρούπολης, μετά της Νεάπολης και αυτό έγινε γιατί μαζεύτηκαν πολλές ομάδες στο Αλεξάνδρειο και για να έχουμε μία πιο ζεστή έδρα. Τις δυο τελευταίες περιόδους έπαιξα στο Ιβανώφειο.

Το πρώτο ανεπίσημο δελτίο το έκανα το 1969 για να μπαίνουμε δωρεάν στο Καυτανζόγλειο και να βλέπουμε την ποδοσφαιρική ομάδα. Δεν είχα υπογράψει μέχρι το 1971. Ο πατέρας μου ήταν πρόεδρος στον Αετό και κάθε τόσο –ο Αετός είχε πολύ καλή ομάδα μπάσκετ- μου έλεγε να πάω εκεί να παίξω μπάσκετ. Ξεκίνησα όμως το 1971 στο παιδικό του Ηρακλή, σχεδόν βασικός.

Η επόμενη χρονιά είχε εξαιρετικούς παίκτες στο παιδικό, όπως ο Καρατζουλίδης, ο Πιλαφίδης, ο Μόνας, ο Ναλμπάντης και άλλοι και πήραμε αήττητοι το πρωτάθλημα Θεσσαλονίκης. Τότε δεν γινόντουσαν πανελλήνια, οπότε χάσαμε την ευκαιρία μίας τέτοιας συμμετοχής. Τη χρονιά 1973-74 πήραμε πάλι το πρωτάθλημα, αν και είχε αλλάξει όλη η ομάδα, είχα μείνει μόνο εγώ, αλλά είχαμε κεκτημένη ταχύτητα και με προπονητή τον Νίκο Φρυδα» αναφέρει και συνεχίζει.

«Στα 16 μου μπήκα στην εφηβική ομάδα και το 1974-75 μπήκα στην ανδρική ομάδα, που τότε ο Ηρακλής αγωνιζόταν στη Β’ Εθνική. Σαν πρώτη παρουσία πήγα πολύ καλά, η ομάδα ανέβηκε. Την επόμενη χρονιά απείχα από την ανδρική ομάδα, κράτησα επαφή όμως με την εθνική. Μόνο σε ένα ματς έπαιξα, με το Μαρούσι και έβαλα τον πρώτο μου πόντο στην Α1. Την επόμενη χρονιά λόγω ασθένειας, έμεινα εκτός και επανήλθα μετά από ένα χρόνο. Συνέχισα μέχρι την περίοδο 1988-1989. 15 αγωνιστικές περίοδοι, με την συνέπεια και την συνέχεια, μαζεύτηκαν οι 5.041 πόντοι που με ανέδειξαν πρώτο σκόρερ».

– Ρεκόρ που κρατάτε από τότε μέχρι σήμερα…

«Άλλαξαν και τα χαρακτηριστικά των ομάδων. Οι μεταγραφές είναι πιο εύκολες, τότε υπήρχε και η λογική στις ομάδες του «θα σε καρφώσω το δελτίο στον τοίχο», δηλαδή θα φύγεις μόνο αν το θέλει η διοίκηση ή αν φέρεις ανταλλάγματα. Τώρα αυτά έχουν απελευθερωθεί και οι παίκτες αλλάζουν ομάδες πολύ σύντομα. Σπάνια θα μείνει ένας παίκτης 15 χρόνια σε μία ομάδα, άρα οι πόντοι του μοιράζονται σε διαφορετικές ομάδες».

yannis tsoumis 2

– Σκεφτήκατε ποτέ να φύγετε από την ομάδα;

«Όχι, δεν το σκέφτηκα ποτέ. Δεν είχα να ζηλέψω τίποτα. Πρώτον είχα και την οικογενειακή μου εστία στη Θεσσαλονίκη, είχα τις σπουδές μου στο Πολυτεχνείο, δεν είχαμε και τόσο επαγγελματισμό τότε. Αυτό προέκυψε από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και μετά. Επίσης ο Ηρακλής είχε αρχίσει να διακρίνεται, βγήκε στο Κύπελλο Κόρατς , με ικανοποιούσε ότι ήμασταν μία δυνατή ομάδα».

– Τι θυμάστε από εκείνη την εποχή; Θετικό ή αρνητικό;

«Όλη μου η πορεία είναι με ευχάριστα συναισθήματα. Το αρνητικό είναι ότι χάσαμε τον τελικό Κυπέλλου από την ΑΕΚ, στη Γλυφάδα, το 1981. Ακόμη κρατάω ένα θυμό γιατί τον χάσαμε λόγω του Ραμπίδη. Τότε γινόντουσαν ελληνοποιήσεις με το έτσι θέλω. Αν έβρισκαν οι μεγάλες ομάδες κάποιον καλό παίκτη, τον έκαναν Έλληνα, τον ενέτασσαν στη δύναμη τους και έτσι ενισχύονταν πάρα πολύ. Φυσικά δεν απαξιώνω την κατάκτηση του Κυπέλλου από την ΑΕΚ, το 1981, η παρουσία του Ραμπίδη όμως ήταν καταλυτική. Δεν ήταν Έλληνας…

Ο Ραμπίδης ήταν παίκτης πέρα από τα συνήθη ελληνικά δεδομένα, μετά ήταν πεντάδα στους Λος Άντζελες Λέικερς . Μέχρι τότε δεν με είχε κόψει στο μπάσιμο κανείς. Έτσι και το ξεκινούσα, το τελείωνα. Στον τελικό, συναντήθηκα με τον Ραμπίδη, μου κόλλησε δύο φορές τη  μπάλα στο ταμπλό. Ήταν άλλο μέγεθος. Τότε είχαμε επίσης την ατυχία να απουσιάζουν από την ομάδα, δυο βασικοί παίκτες ο Σωτήρης Σακελλαρίου, πλέι μέικερ και αρχηγός μας και ο Πιλαφίδης και οι δύο ασθενείς. Αυτό με στεναχώρησε και το κουβαλάω.

Το πολύ ευχάριστο για την καριέρα μου είναι ότι δεν είχα τραυματισμούς, το διασκέδασα, ήταν πλούσια η αθλητική μου καριέρα. Θα μπορούσα να πάω και καλύτερα αλλά είχα την ατυχία των δυο κενών ετών. Στη δική μου σειρά ήμουν από τους καλύτερους. Τότε στα κλιμάκια είχαμε τον Θόδωρο Ροδόπουλο που είχε έρθει από την Αμερική με φρέσκιες ιδέες, με ασκησιολόγιο φοβερό, σύγχρονο μπάσκετ. Κλήθηκα επίσης στην Εθνική ανδρών από τον Ρίτσαρντ Ντουξαϊρ. Πορεύτηκα με τον Ηρακλή που μου γέμισε τη ζωή».

«Ο Γκάλης…Αϊνστάιν του μπάσκετ»

-Την εποχή που παίζατε μπάσκετ, προλάβατε και τον Νίκο Γκάλη. Τι το ξεχωριστό είχε;

«Δεν είναι τόσο θέμα σωματοδομής, κορμιού ή γυμναστικής που ήταν βέβαια πολύ γυμνασμένος.  Είναι θέμα μυαλού, αντανακλαστικών και πως επεξεργάζεται την πληροφορία ο αθλητής. Το έχω πει είναι ένας Αϊνστάιν του μπάσκετ, όπως το έχω πει για τον Χατζηπαναγή , ένας Αϊνστάιν του ποδοσφαίρου.  Ο Γκάλης διάβαζε, ήταν απρόβλεπτος και μπορούσε να ανταπεξέλθει σε κάθε εμπόδιο που του στήναμε. Ευρηματικός, γρήγορος. Αν στον κοινό αθλητή ο χρόνος αντίδρασης ήταν μισό δευτερόλεπτο, για τον Γκάλη ήταν ένα δέκατο του δευτερολέπτου. Εκεί οφείλεται και η μοναδικότητα του, ο γρήγορος τρόπος σκέψης.

Με τον Γκάλη έγινε το μπαμ. Δεν ήταν αυτός που γέμισε τα γήπεδα. Θα αναφέρω και τον Χάρη Παπαγεωργίου, που γέμιζε το Αλεξάνδρειο, πήγαινε ο κόσμος να τον δει αν θα έβαζε 50-60 πόντους. Ακόμη παλιότερα, κι άλλα μεγάλα ονόματα. Η Θεσσαλονίκη αγαπούσε το μπάσκετ. Δε θα έλεγα ότι ο Γκάλης μας το έμαθε αλλά το διέδωσε και μέσα από την πορεία του Άρη και το 1987 τα παιδιά που πήγαν στο μπάσκετ ήταν πολύ περισσότερα από τις προηγούμενες χρονιές. Του το αναγνωρίζουμε, βοήθησε πάρα πολύ στην εκτόξευση του μπάσκετ».

– Μετά από τόσα χρόνια τι έχει αλλάξει στο μπάσκετ;

«Το μπάσκετ έχει αλλάξει και καλυτερέψει σαν θέαμα. Βελτιώθηκαν η ταχύτητα και η δύναμη. Βλέπω βίντεο εκείνης της εποχής και νομίζω ότι είναι σε slow motion. Κι εμείς κάναμε βάρη, στίβο αλλά τώρα η προπόνηση και οι επιδόσεις είναι καταπληκτικές. Τότε 2-3 βασικοί παίκτες ήταν αυτονόητο ότι θα παίξουν 40 λεπτά, δεν έβγαιναν. Τώρα είναι αδύνατο να γίνει αυτό».

– Μέλος των Εθνικών ομάδων παίδων, εφήβων και ανδρών. Το 1975 κατακτήσατε και το αργυρό μετάλλιο στους Πανευρωπαϊκούς στην Αθήνα. Τι θυμάστε από τότε;

«Ήταν μία πολύ μεγάλη διάκριση. Κανείς δεν περίμενε ότι η  ομάδα θα προχωρήσει τόσο πολύ. Προπονητές ήταν ο Θόδωρος Ροδόπουλος και ο Κώστας Αναστασάτος. Είχαμε να αντιμετωπίσουμε τη Γιουγκοσλαβία, την Ισπανία, τη Σοβιετική Ένωση. Μας βοήθησε η έδρα, το γήπεδο του Σπόρτινγκ αλλά ήμασταν και μία πολύ ενωμένη ομάδα. Χωρίς καθαρό ψηλό, με τέσσερα γκαρντ και ένα ημίψηλο. Η πεντάδα ήταν Γιαννάκης, Ιωάννου, Μπατής, Καλπάκης κι εγώ, αλλαγές Αγραφιώτης, Ανδρίτσος και άλλα πέντε παιδιά. Η πρώτη μεγάλη καθαρή επιτυχία. Μετά είχαμε ακόμη περισσότερες με αποκορύφωμα το 1987».

yannis tsoumis1

– Η εκτίμηση σας για τη συμμετοχή της Εθνικής ομάδας στο Παγκόσμιο; Είχαμε επίσης και τη μεγάλη διάκριση του Αντετοκούνμπο στο ΝΒΑ,  με το βραβείο του MVP.

«Με ενθουσιάζει η ιδέα αυτής της διάκρισης γιατί βλέπω ότι μπορούν να βγουν κι άλλοι . Πιστεύω ότι θα πάμε καλά. Η ενσωμάτωση του Γιάννη ΝΑ γίνει λελογισμένα, δεν μπορούμε να πιαστούμε μόνο από αυτόν. Ο Γιάννης να εκτοξεύσει την ομάδα, είναι παίκτης που έχει ομαδικό πνεύμα και θα βοηθήσει όλη την ομάδα».

– Το σήμερα βρίσκει τον Ηρακλή μετά από χρόνια ξανά στην Α1…

«Με στεναχώρησε ότι ήταν για οκτώ χρόνια εκτός Α1. Με τον Ηρακλή δέθηκα και ως παράγοντας. Την περίοδο 2000-2001 την ομάδα είχε αναλάβει ο κ.Εμφιετζόγλου και για κάποιους λόγους μέσα στο χρόνο αποχώρησε. Η ομάδα έμεινε ακέφαλη και τότε κλήθηκα μαζί με άλλους συναδέλφους από τον ΓΣ Ηρακλής να αναλάβουμε ως διοίκηση πρωτοδικείου τη διαχείριση της ΚΑΕ, επταμελής επιτροπή με πρόεδρο τον Απόστολο Γενίτσαρη και προπονητή τον Πιλαφίδη και τον Μουρατίδη. Τότε ήμουν ο γενικός αρχηγός, με σπουδαία ονόματα στη σύνθεση μας. Πήγαμε τότε πολύ καλά, συμμετείχαμε και στο Σαπόρτα, βγήκαμε τέταρτοι και εξασφαλίσαμε και τη θέση μας στην επόμενη Ευρωλίγκα. Δεν καταφέραμε όμως να πάρουμε μέρος καθώς η Ευρωλίγκα ζητούσε εγγύηση 100εκ τότε.

Χαίρομαι όμως που τώρα ξαναγυρίζει στην Α1, εκεί του αξίζει. Διακρίνω ότι υπάρχει μία δυσκολία, η Α1 έχει απαιτήσεις. Έκανε το κάλεσμα ο κ.Δρακόπουλος και τον συγχαίρω για την επιμονή του. Τώρα ξεκινούν τα δύσκολα και χρειάζεται τη συμπαράσταση όλων των Ηρακλειδέων.

– Τελικά η Θεσσαλονίκη είναι μπασκετομάνα;

«Είναι φυσικά και οι Θεσσαλονικείς μπασκετόφιλοι γι’ αυτό και βγαίνουν τα ταλέντα και θα βγαίνουν συνεχώς και θα στελεχώνουν τις μικρές εθνικές ομάδες».

– Στην ΕΚΑΣΘ, όπου είστε τα τελευταία χρόνια ασχολείστε με το αναπτυξιακό.

«Ξεκίνησα το 2004 , μου έγινε η πρόταση από τον Σάββα Λόρτο. Πλέον συμπληρώνω 15 χρόνια. Ασχολήθηκα με τη διοργάνωση των τοπικών πρωταθλημάτων αλλά περισσότερο με το αναπτυξιακό. Του χρόνου έχουμε εκλογές και θα δούμε πως θα έρθουν τα πράγματα».

 -Είστε ικανοποιημένος από την εικόνα  του ελληνικού μπάσκετ;

«Είναι λυπηρό να βλέπεις σε έναν αγώνα δυο ελληνικών ομάδων να παίζουν οκτώ ξένοι και δύο Έλληνες. Είναι τραγικό και απογοητευτικό. Αν δε δώσεις χώρο στα νέα ταλέντα, χωρίς παιχνίδια, παίκτης δε γίνεσαι. Αυτό πρέπει να αλλάξει, υπάρχει μια ασυδοσία στο θέμα της συμμετοχής των ξένων παικτών. Πολλοί λένε ότι σήκωσαν κεφάλι οι Έλληνες και ζητούν πολλά λεφτά, οπότε προτιμούν να δώσουν λίγα σε ξένους. Και ποιοι πήραν τα μυαλά των Ελλήνων παικτών; Οι μάνατζερ;

Η Α1 γεμίζει με ξένους, η Α2 με βετεράνους. Που θα παίξει ο ταλαντούχος; Στη Β’ Εθνική; Ένας παίκτης για μένα που είναι ταλέντο μπορεί στα 18-19 να είναι βασικός. Αν δε δώσουμε το χώρο να πρωταγωνιστήσει τον χάνουμε και ως προσφορά στην Εθνική ομάδα. Θα πρέπει να αλλάξει κάτι στις μεταγραφές αλλά και στη νοοτροπία των ομάδων. Θέλουμε ελληνικό μπάσκετ ή απλώς την ομάδα μας πρωταγωνίστρια;

 Η αβεβαιότητα είναι πλήγμα για το ελληνικό μπάσκετ. Στο εξωτερικό είδαμε ωραία πρωταθλήματα να τελειώνουν ενώ εδώ τελείωσε κακείν κακώς».

-Από τη συζήτηση μας δε θα μπορούσε να λείπει και η αναφορά στο βιβλίο «Η ιστορία του Ηρακλή στο μπάσκετ» που κυκλοφόρησε εδώ και λίγες μέρες.

«Είναι μια εκπληκτική δουλειά από τις μοναδικές στον ελληνικό χώρο. Δεν έχει κυκλοφορήσει τέτοια έρευνα, όταν ψάχνεις για 12 χρόνια όλα τα αρχεία των εφημερίδων, βιβλιοθήκες, φύλλα αγώνων από την ομοσπονδία, επικοινωνία με παλαίμαχους, πλούσιο φωτογραφικό αρχείο, όλα αυτά συνθέτουν τη συνταγή της επιτυχίας. Συγχαίρω τον Αλέξανδρο Οικονομίδη για τη δουλειά που έκανε, με πολλή χαρά του συμπαραστάθηκα όσο μπορούσα, ειδικά τα 3 τελευταία χρόνια, που τον έφερα σε επαφή και με άλλους βετεράνους, με φωτογραφίες από το αρχείο και διαβάζοντας και πρόχειρες εκτυπώσεις της δουλειάς».

Πηγή: basketplus.gr

Σχετικά Άρθρα

Back to Top